- κοψίδι
- τομικρό κομμάτι που κόπηκε, απόκομμα, μικρό άχρηστο κομμάτι από πανί ή τομάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοψίδι — το 1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα 2. μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. βαλαν ίδι, λεπ ίδι)] … Dictionary of Greek
μίστυλλον — μίστυλλον, τὸ (Α) τεμάχιο κρέατος, κοψίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μιστύλλω «κομματιάζω»] … Dictionary of Greek
περίκομμα — το, ΝΑ [περικόπτω] 1. μέρος που έχει κοπεί από μια ολότητα, κομματάκι, απόκομμα 2. (κυρίως για κρέας) κομμάτι από το σώμα σφαγμένου ζώου, κοψίδι 3. περικοπή … Dictionary of Greek